Στάσιμος στα ουγγρικά

Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stagnáló, mozdulatlan, helyhez kötött, helyhez, stacionárius, stacioner
Στάσιμος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στάσιμος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • στάμνα στα ουγγρικά - dobójátékos, cserépdarab, kancsó, korsó, dobó, kancsót, kancsóból
  • στάση στα ουγγρικά - iránymeghatározás, kihatás, hozó, hordozó, elviselés, gyümölcs, teherhordó, ...
  • στάχτη στα ουγγρικά - hamu, salak, salakot, A salak, salaktól, faszenet
  • στέγαση στα ουγγρικά - beterelés, nyeregtakaró, behordás, lakótér, hozzáalkalmazás, lakásépítés, behajtás, ...
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: stagnáló, mozdulatlan, helyhez kötött, helyhez, stacionárius, stacioner