Λέξη: μουσικός

Σχετικές λέξεις: μουσικός

μουσικός παραγωγός, μουσικός γαλαξίας, μουσικός λόγος, μουσικός οίκος βρυώνη, μουσικός οίκος τρίμη, μουσικός οίκος νικολαίδης, μουσικός ελληνομνήμων, μουσικός ιμπρεσιονισμός, μουσικός όμιλος σπάρτης, μουσικός προβολέας-ocean wonders

Συνώνυμα: μουσικός

φιλόμουσος

Μεταφράσεις: μουσικός

μουσικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
musician, musical, a musician, music

μουσικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
músico, musical, musicales, música, musical de

μουσικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
musikant, musiker, Musical, musikalisch, musikalischen, Musik

μουσικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
musicien, musical, musicale, musique, de musique, musicales

μουσικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
musicista, musical, musicale, musicali, musica

μουσικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
música, músico, musical, musicais

μουσικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
musicus, toonkunstenaar, muzikant, speelman, musical, muzikaal, muzikale, muziek, muziekinstrumenten

μουσικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
музыкант, вокалист, оркестрант, игрец, композитор, музыка, музыкальный, музыкальная, музыкальное, музыкальные, музыкального

μουσικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
musiker, musikal, musikalsk, musikalske, musikk

μουσικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
musiker, musikal, musikaliska, musikalisk, musik, musikaliskt

μουσικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
musikaali, musiikin, musiikillinen, musiikillisen, musiikillisia

μουσικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
instrumentalist, musiker, musical, musikalsk, musikalske, musik, musicalen

μουσικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
muzikant, hudebník, hudební, muzikál, hudebním, hudebního, hudebních

μουσικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
muzykant, muzyczka, muzyk, muzyczny, musical, muzykalny, muzyczne, muzyczna

μουσικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
musical, zenei, zenés, a zenei, zene

μουσικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalgıcı, sazanda, müzisyen, müzikal, müzik, müziksel, müzikli, bir müzik

μουσικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
музично, музичний

μουσικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
muzikant, muzikor, muzikore, muzikore e

μουσικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
музикант, музикален, мюзикъл, музикална, музикално, музикални

μουσικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
музычны, музыкальный, музычная, музычную

μουσικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muusik, muusikal, muusikaline, muusikalise, musical, muusikaliste

μουσικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
muzičar, glazbenik, mjuzikl, glazbeni, glazbena, glazbeno, glazbenu

μουσικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tónlistar, söngleik, söngleikur, tónlistarlíf, Fyndið

μουσικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muzikantas, muzikas, muzikos, muzikinis, muzikinė, miuziklas, muzikinio

μουσικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūziķis, instrumentālists, muzikāls, mūzikls, muzikālā, muzikālais, muzikālo

μουσικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
музички, музичка, музичко, музичките, музичката

μουσικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instrumentist, muzical, muzicale, muzicală, muzicala, musical

μουσικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glasbenik, musical, glasbena, glasbeno, glasbeni, muzikal

μουσικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hudobné, hudobný, Hudobná, hudobnej, hudobnú

Στατιστικά δημοτικότητας: μουσικός

Τυχαίες λέξεις