Tömés στα ελληνικά
Μετάφραση: tömés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
Μεταφράσεις
- bütü στα ελληνικά - κουτουλώ, βαρέλι, πισινό, άκρη, συγκόλληση κατ, butt
- kötszer στα ελληνικά - επίδεσμος, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- kútmellvéd στα ελληνικά - χαλιναγωγώ, κράσπεδο
- leégve στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, έσπασε, ξέσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασαν
Τυχαίες λέξεις
Tömés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
Μεταφράσεις: σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση