Λέξη: ράσο
Σχετικές λέξεις: ράσο
διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, άσπρο ράσο, λευκό ράσο, ράσο ιεροψάλτη, ράσο ψάλτη, ράσο νεστέροβιτς wiki
Συνώνυμα: ράσο
ρόμπα, χιτών, φόρεμα, μανδύας, χιτώνας
Μεταφράσεις: ράσο
ράσο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cassock, robe, dolman, frock, robes
ράσο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sotana, la sotana, cassock, sotana de, túnica
ράσο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
soutane, Soutane, Talar, Kutte, Messrock, cassock
ράσο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soutane, la soutane, casaque
ράσο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tonaca, talare, sottana, veste, abito talare
ράσο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
batina, sotaina, cassock
ράσο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soutane, toog, cassock, pij, kazuifel
ράσο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поп, священник, сутана, подрясник, ряса, рясе, рясы, рясу
ράσο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prestekjolen, prestekjole, samarien, samarie, kjolen
ράσο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cassock, kaftan, prästrock, prästrocken, prästkappa
ράσο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauhtana, kasukka, papinkauhtana
ράσο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
præstekjole, præstekjolen, Samarie
ράσο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klerika, sutana
ράσο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sutanna, sutanny, sutannę, sutannie, sutanną
ράσο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reverenda, reverendája, reverendában, reverendát, reverendás
ράσο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cüppe, cassock
ράσο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попе, ряса, сутана, піп, ряси
ράσο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veladon, rasë
ράσο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свещеническо расо, расо, расото, расото си
ράσο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раса, рыза
ράσο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sutaan, Papinkauhtana, Kasukka, pikk kitsas preestrikuub
ράσο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mantija, svećenik, riza
ράσο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
cassock
ράσο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutana, Šventikas, Dvasininko virstērps, Būsime, Kunigai
ράσο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garīdznieks, sutana, garīdznieka virstērps
ράσο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
расо, свештеник
ράσο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sutană, sutana, sutanei, îmbrăcat în sutană, reverenda
ράσο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stana, cassock, Manija
ράσο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sutana, klerika, klérika
Τυχαίες λέξεις