Tört στα ελληνικά

Μετάφραση: tört, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Tört στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ahova στα ελληνικά - όπου, όταν, εφόσον, που
  • csöbör στα ελληνικά - κουβάς, κάδος, κάδου, του κάδου, δοχείο
  • gonosztett στα ελληνικά - αδικοπραγία, αδικοπραξία, κακοδιαχείριση, πταίσμα, ια αδικοπραξία
  • gépszín στα ελληνικά - καλύβα, αποβάλλω, παράγκα, χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Tört στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που