Абак στα ελληνικά
Μετάφραση: абак, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αβάκιο, άβακας, αριθμητήριο, άβακα, κιονόκρανο, abacus
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- а στα ελληνικά - και, αλλά, όμως, και την, και να, και της, και των
- абандон στα ελληνικά - εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
- абат στα ελληνικά - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
- альтруїстичний στα ελληνικά - αλτρουιστικός, αλτρουιστική, αλτρουιστικά, αλτρουιστικό, αλτρουιστικής
Τυχαίες λέξεις
Абак στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αβάκιο, άβακας, αριθμητήριο, άβακα, κιονόκρανο, abacus
Μεταφράσεις: αβάκιο, άβακας, αριθμητήριο, άβακα, κιονόκρανο, abacus