Λέξη: ζαλίκι
Μεταφράσεις: ζαλίκι
ζαλίκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burden, load, zaliki
ζαλίκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carga, gravamen, cargar, Zaliki, El Zaliki
ζαλίκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fuhre, belastung, sprengkopf, bürde, beanspruchung, beladung, beschickung, last, kern, erzgang, ladung, laden, schwerpunkt, nutzlast, aufladen, refrain, Zaliki, das Zaliki
ζαλίκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appesantissement, filon, fardeau, alourdissons, accablement, cargaison, alourdissez, chargement, alourdir, alourdissent, alourdis, veine, accabler, installer, charge, Zaliki, Le Zaliki Boutique, Zaliki Boutique
ζαλίκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caricare, gravare, aggravio, carico, carica, onere, soma, fardello, addossare, Zaliki, lo Zaliki
ζαλίκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carregar, carga, Zaliki
ζαλίκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belasten, laden, last, beladen, inladen, vracht, lading, Zaliki
ζαλίκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тяжесть, ноша, навьючивать, загружать, нагрузить, рефрен, бремя, нагрузиться, обуза, кладь, вьюк, тягость, обременить, грузоподъемность, загрузить, взгромоздить, Zaliki
ζαλίκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lass, last, ladning, byrde, laste, lade, belastning, Zaliki, Hotell Zaliki
ζαλίκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
börda, lassa, last, refräng, lasta, lass, Zaliki
ζαλίκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sälyttää, rasitus, kuorma, ladata, lasti, hyötykuorma, taakka, panostaa, mättää, pakata, kuormata, Zaliki
ζαλίκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
læs, ladning, byrde, Zaliki
ζαλίκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zavádět, tíže, obtížit, břemeno, zatížit, zátěž, nastoupit, zatěžovat, nakládat, zatížení, naložit, náklad, zahrnout, zavést, nálož, náboj, Zaliki
ζαλίκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obciążenie, nabić, obładować, alkoholizować, obciążać, instalować, załadować, nośność, obciążyć, ładunek, zadłużyć, obciążalność, obciążanie, repetować, obarczyć, lądować, Zaliki, Hotel Zaliki
ζαλίκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Zaliki, lakrészekkel
ζαλίκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yük, yüklemek, Zaliki, alan Zaliki, çevrede yer alan Zaliki
ζαλίκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голець, приспів, тягар, тягарі, вага, Zaliki
ζαλίκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngarkoj, ngarkesë, zaliki
ζαλίκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Zaliki
ζαλίκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Zaliki
ζαλίκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koorem, koormama, koormus, laadima, zaliki
ζαλίκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učitavati, opterećenjem, učitavaju, opteretiti, tovar, punjenje, zaliki
ζαλίκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lesta, ferma, burður, hlaða, zaliki
ζαλίκι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
onus, onero, pondus, gravo
ζαλίκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
našta, krovinys, krova, zaliki
ζαλίκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nasta, smagums, krava, slogs, zaliki
ζαλίκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
zaliki
ζαλίκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
povară, Zaliki, Hotelul Zaliki
ζαλίκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
náklad, naložit, Zaliki
ζαλίκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bremeno, nálož, náklad, Zaliki
Τυχαίες λέξεις