Αβάκιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: αβάκιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
абак, рахівниця, порахунки, рахунки, рахівниці, рахівницю
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβάκιο
αβάκιο ρεμπεταδικο, αβάκιο ταξινομούμε, αβάκιο wikipedia, αβάκιο e-slate download, αβάκιο πληροφοριες, αβάκιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αβάκιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αίσθηση στα ουκρανικά - почування, почуття, відчування, відчуття, чуття, сенс, зміст, ...
- αίτηση στα ουκρανικά - намагання, уживання, вжиток, застосовність, застосування, використання, вживання
- αβέβαιος στα ουκρανικά - невпевнений, мінливий, непевний, сумнівний, невизначений, невизначене
- αβαείο στα ουκρανικά - монастир, абатство, аббатство, абатства
Τυχαίες λέξεις
Αβάκιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: абак, рахівниця, порахунки, рахунки, рахівниці, рахівницю
Μεταφράσεις: абак, рахівниця, порахунки, рахунки, рахівниці, рахівницю