Λέξη: φρένο
Σχετικές λέξεις: φρένο
φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο πόρτας, φρένο ετυμολογία, γκάζι φρένο, φρένο γκάζι μουσική, φρένο ονειροκρίτης, φρένο ποδηλάτου, φρένο σίτασ, φρένο στις αλλαγές των πανελλαδικών εξετάσεων
Συνώνυμα: φρένο
μηχάνημα σταματών την κίνηση, τροχοπέδη, λόχμη
Μεταφράσεις: φρένο
φρένο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brake, brakes, brake is, a brake, braking
φρένο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frenar, enfrenar, freno, de freno, freno de, frenos, del freno
φρένο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bremsen, bremse, farnkraut, Bremse, Brems, Bremsen
φρένο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frein, freinons, entraver, freiner, freinez, fougère, freinent, enrayer, freinage, freins, de frein
φρένο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frenare, freno, del freno, freni, freno di, dei freni
φρένο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
travão, freio, travar, de freio, do travão, do freio
φρένο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rem, afremmen, remmen, rem-, brake, remsysteem
φρένο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тестомешалка, рукоятка, мять, тормозить, мялка, тормоз, сцепщик, месить, трепать, затормозить, кустарник, тормозной, тормоза, тормозных, тормозная
φρένο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brems, bremse, bremsen
φρένο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
broms, busksnår, bromsen
φρένο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jarruttaa, jarru, sananjalka, hidastaa, jarrun, jarrujen, jarrua
φρένο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bremse, bremsen, bremser, bremsepedalen, bremse-
φρένο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabrzdit, brzdit, brzda, brzdový, brzdy, brzdové, brzdového
φρένο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ograniczenie, wyhamować, hamować, międlica, hamulec, gęstwa, hamulcowy, hamulca, hamowania, hamulcowego
φρένο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fék, féket, fékkel, a fék, fékezési
φρένο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fren, frenlemek, freni, frenleme
φρένο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загальмувати, гальмувати, гальмо, мнучи, місити, гальма, стоянки, тормоз
φρένο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frenoj, frena, frenave, e frenave, theu, i frenave
φρένο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тормоз, спирачка, спирачката, спирачна, спирачни, спирачния
φρένο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тормаз, тормоз
φρένο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
padrik, pidur, pidurdama, piduri, pidurite, brake, pidurit
φρένο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kočiti, kočnica, kočnice, kočione, kočnicu, kočiono
φρένο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bremsa, hemill, braut, hemla, bremsum, bremsu
φρένο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pertrauka, stabdys, stabdžių, stabdžio, stabdymo, stabdis
φρένο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bremze, bremžu, bremzes, papildus bremžu, bremzēšanas
φρένο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопирачките, кочница, на сопирачките, сопирачка, сопирачката
φρένο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frână, de frână, frânare, de frânare, frânei
φρένο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brzda, zavora, zavore, zavorni, zavoro, zavor
φρένο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brzda, brzdy, brzdu