Або στα ελληνικά

Μετάφραση: або, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ή, και, ή να, είτε, ή την
Або στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абихто στα ελληνικά - κανείς, abyhto
  • абияк στα ελληνικά - απρόσεκτα, απερίσκεπτα, απρόσεχτα, πλημμελή, ανέμελα
  • абонент στα ελληνικά - συνδρομητής, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
  • абревіатура στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
Τυχαίες λέξεις
Або στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ή, και, ή να, είτε, ή την