Артеріальне στα ελληνικά

Μετάφραση: артеріальне, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
Артеріальне στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ароматний στα ελληνικά - γλυκός, ευωδιαστός, ευώδης, αρωματικά, αρωματική, ευωδιαστό
  • арсенал στα ελληνικά - οπλοστάσιο, Άρσεναλ, οπλοστάσιό, οπλοστασίου, το οπλοστάσιο
  • артеріальний στα ελληνικά - αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
  • артерія στα ελληνικά - αρτηρία, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
Τυχαίες λέξεις
Артеріальне στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών