Αρτηριακός στα ουκρανικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
артеріальне, магістральний, артеріальний, артеріальна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρτηριακός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα ουκρανικά - нездоров'я, безтактність, захворювання, хвороба, хворобу
- αρτηρία στα ουκρανικά - магістраль, артерія
- αρχάγγελος στα ουκρανικά - архангел, ангел, Архангол, Архангела, сам Архангол
- αρχάριος στα ουκρανικά - початкуючий, новак, початківець, отой, починаючий, новачок, новичок
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: артеріальне, магістральний, артеріальний, артеріальна
Μεταφράσεις: артеріальне, магістральний, артеріальний, артеріальна