Λέξη: αθλητής

Σχετικές λέξεις: αθλητής

αθλητής στίβου, αθλητής 105 ετών, αθλητής κατάστημα, μαθητής σκότωσε, αθλητής χωρίς πόδια, αθλητής ετυμολογία, αθλητήσ τησ χρονιάσ, αθλητής της ιστιοπλοΐας ολυμπιονίκης της ατλάντα το 1996, αθλητής πανεπιστημίου 56, αθλητής έσπασε το γόνατό του στη διάρκεια αγώνα 100 μέτρων

Συνώνυμα: αθλητής

τορναδόρος, τορνευτής

Μεταφράσεις: αθλητής

αθλητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
athlete, runner, sportsman, an athlete, athlete is, athletes

αθλητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patín, atleta, corredor, alfil, tapete, deportista, atletas, atleta de, del atleta

αθλητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
athlet, laufschiene, schmuggler, sportlerin, fußpilz, sportler, laufrad, läufer, laufschuh, laufleiste, wettkämpfer, leichtathlet, lauf, leichtathletin, Sportler, Athlet, Sportlerin, Athleten

αθλητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coureur, athlète, sportif, lutteur, champion, courrier, patin, messager, curseur, estafette, athlètes, l'athlète, athlète de

αθλητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atleta, corridore, sportivo, fattorino, dell'atleta, atleti, atleta di

αθλητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corredor, atleta, atropelar, atletas, atleta de, atlético, do atleta

αθλητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sportsman, atleet, hardloper, sportman, sporter, sportvrouw, atleten

αθλητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
физкультурник, физкультура, легкоатлет, охотник, атлет, контрабандист, бегунок, дорожка, рысак, инкассатор, литник, силач, лезвие, вестовой, спортсмен, посыльный, спортсмена, спортсменом, спортсменка

αθλητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sportsmann, løper, idrettsutøver, utøveren, utøver, for idrett, idretts

αθλητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löpare, atlet, idrottsman, idrottare, idrottsman nen, idrottaren

αθλητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoksija, airut, urheilija, athlete, urheilijan, urheilu, urheilijalle

αθλητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
atlet, atleten, atletens, sportsmand

αθλητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sanice, závodník, silák, zápasník, kurýr, sportovec, běhoun, běžec, posel, atlet, závodníka, soutěžící

αθλητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biegacz, atleta, płoza, kandydowanie, wirnik, zapaśnik, sportowiec, prowadnica, lekkoatleta, siłacz, dywan, goniec, zawodnik, athlete

αθλητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kúszónövény, asztalfutó, futónövény, atléta, sportoló, sportolót, versenyző, sportolók

αθλητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sporcu, koşucu, atlet, sporcunun, sporcusu, atletin

αθλητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інкасатор, рисак, риболове, полоз, спортсмен, атлет, мисливець, рибалка, чесний, вус, кур'єр, ротор

αθλητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sportist, atlet, atleti, atlet i, Atletja

αθλητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спортсмен, спортист, атлет, спортна, спорт, състезател

αθλητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спартсмен, спартовец

αθλητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sportlane, atleet, sportlase, sportlast, sportlasele

αθλητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobričina, ljudeskara, veseljak, izdanak, sportaš, uzak, atleta, trkač, krijumčar, atletičar, sportašica, sportaša, športaš

αθλητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlaupari, íþróttamaður, íþróttamaðurinn, íþróttamanns, íþróttamanninum, íþróttamann

αθλητής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
athleta

αθλητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sportininkas, atletas, sportininkai, sportininkui

αθλητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlēts, skrējējs, sportists, sportistu, sportistam, athlete, sportista

αθλητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спортист, атлетичар, атлетичарка, спортистот, спортистите

αθλητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atlet, sportiv, alergător, sportivi, pentru sportivi, atlet de

αθλητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
atlet, borec, športnik, atletinja, športnica, Športna

αθλητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
borec, športovec, sportovec

Στατιστικά δημοτικότητας: αθλητής

Τυχαίες λέξεις