Атлетичний στα ελληνικά
Μετάφραση: атлетичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атлет στα ελληνικά - αθλητής, αθλητή, αθλήτρια, του αθλητή, αθλητών
- атлетика στα ελληνικά - αθλητικά, αθλητισμός, αθλητισμό, Στίβου, στίβος, στίβο
- атмосфера στα ελληνικά - ατμόσφαιρα, κλίμα, φωτοστέφανο, ατμόσφαιρας, περιβάλλον
- атож στα ελληνικά - έτσι, τόσο, atozh
Τυχαίες λέξεις
Атлетичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά
Μεταφράσεις: αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά