Λέξη: αποδημώ

Συνώνυμα: αποδημώ

μεταναστεύω, ξενιτεύομαι

Μεταφράσεις: αποδημώ

αποδημώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
migrate, emigrate

αποδημώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emigrar, emigración, de emigrar, la emigración, emigran

αποδημώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übertragen, auswandern, abwandern, emigrieren, transportieren, wandern, auszuwandern, Auswanderung, Emigration

αποδημώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transplanter, émigrent, émigrons, migrer, émigrez, émigrer, émigration, l'émigration, immigrer, d'émigrer

αποδημώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espatriare, emigrare, all'emigrazione, emigrazione, emigrare in

αποδημώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emergência, migre, emigrante, emigrar, emigram, emigração, emigrarem, emigrate

αποδημώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uittrekken, rondtrekken, rondreizen, trekken, emigreren, uitwijken, te emigreren, emigratie, emigreert

αποδημώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мигрировать, переселяться, перекочевывать, передвигаться, переселять, переезжать, переехать, кочевать, перемещаться, эмигрировать, эмиграции, эмигрируют, эмиграцию, уехать

αποδημώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flytte, utvandre, emigrere, å emigrere, emigrerer, reise ut

αποδημώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utvandra, emigrera, emigrerar, utvandrar, att emigrera

αποδημώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaeltaa, siirtyä, muuttaa, muuttamaan, muuttavat, muuttaa maasta, maastamuuttoon

αποδημώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
emigrere, udvandre, udvandrer, at emigrere, at udvandre

αποδημώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přenést, emigrovat, emigraci, vystěhovat, emigrace, emigrují

αποδημώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przejść, koczować, wędrować, przesiedlać, emigrować, wyemigrować, migrować, emigracji, emigrację, na emigrację

αποδημώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivándorol, emigrál, kivándorolni, kivándorlásra, kivándorlási

αποδημώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göçmek, göç, göçe, emigrate, hicret

αποδημώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перелітний, емігрувати, мігруючий, емігруйте, переїхати, переселенець, переїжджати

αποδημώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emigroj, emigrojnë, emigronin, emigruar, të emigruar

αποδημώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
емигрирам, емигрират, емигрира, емиграция

αποδημώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эміграваць, эмігрыраваць, жаданьне эміграваць, эміграваць спачатку, эміграваць за

αποδημώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
migreerima, emigreerima, emigreeruma, emigreeruda, rändama, emigreerub, väljarändajaid

αποδημώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odletjeti, seliti, iseliti, emigrirati, emigriraju, emigrira, iseljavanje

αποδημώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flytja, flytjast, að flytjast, flytjist úr landi, flytja hingað

αποδημώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
emigruoti, emigruoja, išvykti, emigruos, išvyksta

αποδημώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
emigrēt, emigrē, izceļot, izceļo

αποδημώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
емигрираат, емигрира, да емигрираат, емигрирам, имигрираат

αποδημώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
emigra, emigreze, emigrare, emigrează, emigrarea

αποδημώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izseliti, emigrirati, izselijo, izseljevanju, emigracijo

αποδημώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
emigrovať, emigrácie
Τυχαίες λέξεις