Банкрут στα ελληνικά
Μετάφραση: банкрут, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκύβω, πάπια, χρεοκοπημένος, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
Μεταφράσεις
- банкет στα ελληνικά - πανδαισία, συμπόσιο, επίσημων, προετοιμασίας επίσημων δείπνων, δεξιώσεων, συμποσίων
- банкрот στα ελληνικά - σκύβω, πάπια, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
- банкрутство στα ελληνικά - πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
- банку στα ελληνικά - κόμβος, φιόγκος, κοπάδι, δένω, Τράπεζα, Τράπεζας, Bank, ...
Τυχαίες λέξεις
Банкрут στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκύβω, πάπια, χρεοκοπημένος, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
Μεταφράσεις: σκύβω, πάπια, χρεοκοπημένος, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει