Χρεοκοπημένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
банкрут, банкрот
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος
χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χρεοκοπημένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χρίω στα ουκρανικά - змащувати, намазувати, змазувати, заливати, заливатимуть, заливатиме
- χρειάζομαι στα ουκρανικά - потреба, прохання, попит, потребувати, запропонувати, запитувати, вимагати, ...
- χρηματιστής στα ουκρανικά - брокер, біржовий, біржової, біржовій, біржового, біржовою
- χρηματοδοτώ στα ουκρανικά - фінансувати, профінансувати, фінанси
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: банкрут, банкрот
Μεταφράσεις: банкрут, банкрот