Безсоромний στα ελληνικά
Μετάφραση: безсоромний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάντροπος, ασύστολος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη
Μεταφράσεις
- безсмертний στα ελληνικά - αθάνατος, αθάνατο, αθάνατη, αθάνατα, αθάνατες
- безсоння στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
- безсоромність στα ελληνικά - ξεδιαντροπιά, αναισχυντία, αναίδεια, αναισχυντίας, θρασύτητας
- безспірно στα ελληνικά - διαμάχη, φαινόμενος, προφανές, εμφανή, εμφανής, προφανή
Τυχαίες λέξεις
Безсоромний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάντροπος, ασύστολος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη
Μεταφράσεις: αδιάντροπος, ασύστολος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη