Божевілля στα ελληνικά

Μετάφραση: божевілля, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεληνιακός, αναψυχή, φρενίτιδα, παραφροσύνη, ταραχή, παραλήρημα, τρέλλα, τρέλα, τρέλας, την τρέλα
Божевілля στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • богохульства στα ελληνικά - βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
  • богохульство στα ελληνικά - βλασφημία, βωμολοχίες, αισχρολογία, ανοσιότητα, ασέβεια
  • божевільний στα ελληνικά - έξαλλος, ξέφρενος, μεσημεριανό, τρελούτσικος, τρελός, τρέλα, τρελό, ...
  • божевільно στα ελληνικά - τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Τυχαίες λέξεις
Божевілля στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεληνιακός, αναψυχή, φρενίτιδα, παραφροσύνη, ταραχή, παραλήρημα, τρέλλα, τρέλα, τρέλας, την τρέλα