Λέξη: φαρμακείο

Σχετικές λέξεις: φαρμακείο

φαρμακείο μπακάκος, φαρμακείο online λαμια, φαρμακείο πάτρα, φαρμακείο online, φαρμακείο της φύσης, φαρμακείο εφημερεύον, φαρμακείο placebo, φαρμακείο εοπυυ, φαρμακείο 295, φαρμακείο avenue, φαρμακείο μου, το φαρμακείο μου, εφημερεύον φαρμακείο, κοινωνικό φαρμακείο, φαρμακείο θεσσαλονίκη, φαρμακείο εφημερεύοντα, farmakeio

Συνώνυμα: φαρμακείο

φαρμακευτική

Μεταφράσεις: φαρμακείο

φαρμακείο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drugstore, pharmacy, a pharmacy, the pharmacy, chemist

φαρμακείο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
botica, farmacia, droguería, la farmacia, farmacia de, de farmacia, farmacias

φαρμακείο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
apothekerkunst, pharmazie, apotheke, arzneimittelzubereitung, Apotheke, Pharmazie, Apotheken

φαρμακείο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pharmacie, officine, droguerie, la pharmacie, pharmacie et, pharmacies, pharmacie en

φαρμακείο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farmacia, pharmacia, farmacie, pharmacy, farmaceutico

φαρμακείο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
drogar, droga, botica, farmácia, pharmacy, farmácias, de farmácia, da farmácia

φαρμακείο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
apotheek, farmacie, artsenijbereidkunde, de farmacie, apotheken, de apotheek

φαρμακείο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аптека, фармация, кофе, аптеки, аптек

φαρμακείο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
farmasi, apotek, apoteket

φαρμακείο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apotek, apoteket, apoteks, farmaci

φαρμακείο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
farmasia, apteekki, apteekissa, apteekin, farmasian

φαρμακείο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
farmaci, apotek, apoteket, apoteker

φαρμακείο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
farmacie, drogerie, lékárna, lékárnictví, lékárny, lékárnu, pharmac

φαρμακείο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aptekarstwo, apteka, farmacja, farmakologia, drogeria, apteki, farmacji, aptek

φαρμακείο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
drogéria, gyógyszertár, gyógyszertári, gyógyszertárban, gyógyszerészet, gyógyszerész

φαρμακείο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eczane, eczacılık, Eczanesi, Pharmacy, Ecza

φαρμακείο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кавою, аптека, кофе, морозивом, кави, фармація, часописами

φαρμακείο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
farmaci, farmacia, i farmacisë, Pharmacy, Barnatorja

φαρμακείο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аптека, фармацията, фармация, аптеката

φαρμακείο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аптэка, аптека

φαρμακείο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
apteek, farmaatsia, ravimitööstus, rohupood, apteegi, apteegis, apteeki

φαρμακείο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
farmacija, apotekarstvo, drogerija, ljekarna, farmaciju, farmacije, apoteka, Pharmacy, ljekarne, ljekarnički

φαρμακείο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lyfjabúð, apótek, lyfjafræði, apóteki, Pharmacy

φαρμακείο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaistinė, farmacija, farmacijos, vaistinės, vaistinių

φαρμακείο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
farmācija, aptieka, aptieku, aptiekas, aptiekā

φαρμακείο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аптека, фармација, фармацијата, аптеката, аптеки

φαρμακείο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
farmacie, Pharmacy, farmacii, farmaciei, farmacia

φαρμακείο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lékárna, lekarna, farmacije, lekarne, apoteka

φαρμακείο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lekáreň, lekárne

Στατιστικά δημοτικότητας: φαρμακείο

Τυχαίες λέξεις