Бронювати στα ελληνικά

Μετάφραση: бронювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιβλιάριο, βιβλίο, καπαρώνω, Κρατήσεις, κράτηση, τις επιφυλάξεις, Επιφυλάξεις, Οι κρατήσεις
Бронювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бронхіт στα ελληνικά - βρογχίτιδα, βρογχίτιδας, της βρογχίτιδας, βρογχίτιδος, τη βρογχίτιδα
  • броньований στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
  • броня στα ελληνικά - πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, θωράκισης, πανοπλίες
  • брошка στα ελληνικά - πόρπη, καρφίτσα, καρφίτσα καρφίτσα, καρφίτσα με, καρφίτσα για
Τυχαίες λέξεις
Бронювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιβλιάριο, βιβλίο, καπαρώνω, Κρατήσεις, κράτηση, τις επιφυλάξεις, Επιφυλάξεις, Οι κρατήσεις