Λέξη: απολαμβάνω

Σχετικές λέξεις: απολαμβάνω

απολαμβάνω στιχοι, απολαμβάνω αόριστος, απολαμβάνω κλιση, απολαμβάνω τινός, απολαμβάνω λεξικο, απολαμβάνω συνώνυμα, απολαμβάνω προστακτική, απολαμβάνω ρημα, απολαμβάνω κολετσα, απολαμβάνω αγγλικά

Συνώνυμα: απολαμβάνω

θερμαίνομαι, λιάζομαι, λουφάζω, χαίρομαι, εντρυφώ, αυξάνω αφθονώς

Μεταφράσεις: απολαμβάνω

απολαμβάνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relish, enjoy, luxuriate, I enjoy, enjoying, enjoy it

απολαμβάνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gozar, disfrutar, saborear, deleitar, disfrutar de, disfrute, disfrute de

απολαμβάνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genießen, würze, beigeschmack, aroma, gefallen, reiz, soße, nachgeschmack, genießen Sie, zu genießen, geniessen, erleben

απολαμβάνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jouir, affection, savourent, savourer, régal, délice, employer, jouissent, plaisir, user, friandise, profiter, savourons, jouis, utiliser, réjouir, jouir de, profiter de

απολαμβάνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sapore, godere, godere di, gustare, godersi, usufruire

απολαμβάνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
realçar, gozar, desfruir, fruir, desfrutar, realce, apreciar, desfrutar de, aproveitar

απολαμβάνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snoepen, genieten, genieten van, geniet, te genieten, geniet van

απολαμβάνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
толика, развлекаться, гарнир, пользоваться, лакомиться, закуска, вкус, привкус, запах, наслаждаться, соус, обладать, приправа, насладиться, пользуются, нравится

απολαμβάνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smak, like, nyte, nyt, liker, å nyte, glede

απολαμβάνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åtnjuta, njuta, njuta av, njut, njut av, tycker

απολαμβάνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maku, herkutella, tykätä, pitää, iloita, nauttia, nauti, nauttimaan, nauttivat, pääsevät

απολαμβάνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyde, nyder, nyd, glæde, glæde af

απολαμβάνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příchuť, záliba, užívat, vychutnávat, užít, náklonnost, požitek, vychutnat, pochoutka, nyní, interaktivní, nabízí

απολαμβάνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
delicja, cieszyć, delektować, lubić, smakować, smak, zalatywać, przyjemność, polubić, używać, przysmak, upodobanie, rozkoszować, gustować, cieszyć się, korzystać, korzystaj, korzystać z

απολαμβάνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élvez, élvezze, élvezni, élvezheti, élvezhetik

απολαμβάνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hoşlanmak, zevk almak, tadını çıkarmak, zevk, keyfini, tadını

απολαμβάνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користати, користатися, володіти, реліквії, останки, користуватись, насолоджуватися, насолоджуватись

απολαμβάνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëzojnë, gëzojë, të gëzojnë, gëzojnë të, të gëzojë

απολαμβάνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
насладите, се насладите, насладете, наслаждавате, се насладите на

απολαμβάνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымліваць асалоду ад, атрымліваць асалоду

απολαμβάνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nautima, nautida, meeldib, naudivad, meeldivad

απολαμβάνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doživjeti, uživati, sklonost, uživaju, slast, tek, imati, uživati u, uživajte, uživate

απολαμβάνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líka, njóta, notið, þægindi, að njóta, njóttu

απολαμβάνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skonis, mėgautis, patinka, naudotis, naudojasi, patiks

απολαμβάνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aromāts, garša, baudīt, izbaudīt, izmantot, bauda, patīk

απολαμβάνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уживаат, уживаат во, уживајте во, да уживаат, уживате

απολαμβάνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
savoare, se bucura, bucura, bucura de, se bucure, bucure de

απολαμβάνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aroma, užívat, uživajte, uživajo, uživate, uživati, uživali

απολαμβάνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
užívať, používať, využívať, užiť
Τυχαίες λέξεις