Λέξη: εγκρατής
Σχετικές λέξεις: εγκρατής
εγκρατής συνώνυμο, ο εγκρατής, εγκρατής αντώνυμο
Συνώνυμα: εγκρατής
αυτός που απέχει, ήπειρος
Μεταφράσεις: εγκρατής
εγκρατής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abstemious, temperate, abstinent, sober, continent
εγκρατής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abstemio, moderado, abstinente, abstinencia, abstinentes, la abstinencia, abstinent
εγκρατής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mäßig, enthaltsam, gemäßigt, abstinent, abstinenten, Abstinenz, abstinente
εγκρατής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frugal, modéré, doux, tempérant, sobre, abstinent, tempéré, abstinents, abstinence, l'abstinence, abstinentes
εγκρατής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parco, moderato, sobrio, astinente, astinenti, abstinent, astinenza, in astinenza
εγκρατής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comedido, sóbrio, abstémio, parco, abstinente, abstinentes, abstinência, abstinent, em abstinência
εγκρατής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gematigd, sober, matig, nuchter, bezadigd, stemmig, abstinent, abstinente, onthouding, abstinent te, onthoudende
εγκρατής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бережливый, отрегулированный, непьющий, сдержанный, умеренный, воздержанный, абстинентный, воздержания, воздержание, воздерживались
εγκρατής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rusfrie, abstinent, avhold, avholdende, rusfri
εγκρατής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avhållsam, nykter, återhållsam, abstinent, avhållsamma, missbruksfri, drogfria
εγκρατής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohtuullinen, lauha, lauhkea, raitis, raittiina, raittiita, abstinent, raittiiden
εγκρατής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afholdende, stoffri, abstinent, røgfri, abstinensfri
εγκρατής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mírný, zdrženlivý, umírněný, střídmý, abstinent, abstinence, abstinenci, abstinenti
εγκρατής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstrzemięźliwy, umiarkowany, powściągliwy, trzeźwy, abstynent, niepijący, abstynencji, abstynencję, abstinent
εγκρατής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önmegtartóztató, absztinens, absztinensek, gyógyult, az absztinens
εγκρατής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanaatkâr, abstinent, sigara içmeden, az yiyip içen, kaçınanım
εγκρατής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помірний, поміркований, ощадливий, стриманий, слабкий, легкий, помірне, тихий
εγκρατής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kursyer, i përkorë, i matur, përkorë, kursyer
εγκρατής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трезвен, умерен, въздържатели, абстинентния, въздържание
εγκρατής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўмераны, лёгкі, слабы, умераны, ціхі
εγκρατής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõõdukas, kasin, karske, ravilolnutest hoidunud uimastite tarbimisest, võtmete vahetamisest hoiduda, abstinent, süütusevannet
εγκρατής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umjeren, trezvenjak, blag, trijezan, abstinent, apstinirala, apstinenciju, apstinirati
εγκρατής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hófsamur, bindindi, edrú
εγκρατής στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
siccus
εγκρατής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blaivus, Niepijący, Susilaikyti, abstinentas, Abstynent
εγκρατής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērens, atturīgs, atturējās
εγκρατής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воздржувале, апстинираат, се воздржувале, воздржувале од, се воздржувале од
εγκρατής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
temperat, abstinent, cumpatat, abstinentul, abstinență, abstinenti
εγκρατής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
abstinenčni, abstinent, Uzdržani, abstinentov
εγκρατής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šetrný, zdržanlivý, rezervovaný, zdržanlivá