Λέξη: απολυταρχικός
Σχετικές λέξεις: απολυταρχικός
απολυταρχικός συνώνυμα
Συνώνυμα: απολυταρχικός
απόλυτος, απεριόριστος, άνευ όρων, δεσποτικός, αυθύπαρκτος, αυταρχικός, τυραννικός, ολοκληρωτικός
Μεταφράσεις: απολυταρχικός
απολυταρχικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
authoritarian, absolutist, autocratic, autocratical, totalitarian
απολυταρχικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autoritario, autoritaria, autoritarios, autoritarismo, autoritarias
απολυταρχικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autoritär, autoritären, autoritäre, autoritärer, autoritäres
απολυταρχικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autoritaire, autoritariste, autoritaires, autoritarisme, autoritaire et
απολυταρχικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autoritario, autoritaria, autoritari, autoritarie
απολυταρχικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
autoritário, autoritária, autoritários, autoritárias, autoritarismo
απολυταρχικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
autoritair, autoritaire, de autoritaire, een autoritair, een autoritaire
απολυταρχικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
авторитарный, авторитарным, авторитарная, авторитарной, авторитарного
απολυταρχικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
autoritær, autoritære, autoritært
απολυταρχικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
auktoritär, auktoritära, auktoritärt, auktoritäre, auktoritär person
απολυταρχικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
autoritaarinen, autoritäärinen, autoritaarisen, autoritaaristen, autoritaarista
απολυταρχικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
autoritær, autoritære, autoritært, en autoritær
απολυταρχικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
autoritářský, autoritář, autoritativní, autoritářské, autoritářská, autoritářského
απολυταρχικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
autorytatywny, despotyczny, autorytarny, autorytarne, autorytarnego
απολυταρχικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tekintélyelvű, autoriter, önkényuralmi, autoritárius, tekintélyuralmi
απολυταρχικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otoriter, otoriter bir, otoriteryen
απολυταρχικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
авторитарний
απολυταρχικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
autoritar, autoritare, autoritativ, më autoritare
απολυταρχικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
авторитарния, авторитарен, авторитарна, авторитарно, авторитарното
απολυταρχικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аўтарытарны
απολυταρχικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ainuvalitsejalik, autoritaarne, käskiv, autoritaarse, autoritaarsete, autoritaarsed, autoritaarset
απολυταρχικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
autoritarna, autoritarni, diktatorski, autoritarne, autoritarnim
απολυταρχικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
authoritarian, valdboðs
απολυταρχικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
autoritarinis, autoritarinio, autoritarinė, autoritarinės, autoritariškas
απολυταρχικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
autoritārs, autoritāra, autoritārā, autoritārais, autoritāru
απολυταρχικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
авторитарните, авторитарни, авторитарната, авторитарен, авторитарна
απολυταρχικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
autoritar, autoritară, autoritare, autoritara, autoritarist
απολυταρχικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
avtoritaren, avtoritarna, avtoritarno, avtoritarni, avtoritativno
απολυταρχικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
autoritársky, autoritatívny, autoritarsky, autoritatívneho, autoritársku