Будівельник στα ελληνικά
Μετάφραση: будівельник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτίστης, οικοδόμος, χτίστης, κατασκευαστής, κατασκευαστή, constructor, κατασκευαστή της, κατασκευάστρια
Μεταφράσεις
- будяк στα ελληνικά - γαϊδουράγκαθο, Thistle, γαϊδουράγκαθου, Θιστλ, Το Thistle
- будівельний στα ελληνικά - εποικοδομητικός, κατασκευαστικά, κατασκευαστική, κατασκευαστικές, κατασκευαστικό, κατασκευαστικών
- будівлю στα ελληνικά - κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
- будівля στα ελληνικά - υφή, κτήριο, αίθουσα, δομή, κτίριο, κτιρίου, κτηρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Будівельник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτίστης, οικοδόμος, χτίστης, κατασκευαστής, κατασκευαστή, constructor, κατασκευαστή της, κατασκευάστρια
Μεταφράσεις: κτίστης, οικοδόμος, χτίστης, κατασκευαστής, κατασκευαστή, constructor, κατασκευαστή της, κατασκευάστρια