Бігамія στα ελληνικά

Μετάφραση: бігамія, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διγαμία, bihamiya
Бігамія στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бібліофільство στα ελληνικά - bibliofilstvo
  • біг στα ελληνικά - τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
  • бігунок στα ελληνικά - μπικουτί, ολισθητής, ρυθμιστικό, ολισθητήρα, slider, ολισθητήρας
  • біда στα ελληνικά - όλεθρος, καημός, φασαρία, καταστροφή, αγωνία, ενοχλώ, ατυχία, ...
Τυχαίες λέξεις
Бігамія στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διγαμία, bihamiya