Διγαμία στα ουκρανικά

Μετάφραση: διγαμία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двоєженство, бігамія, двошлюбність
Διγαμία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διγαμία

διγαμία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διγαμία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαχωρισμός στα ουκρανικά - відділення, відокремлення, розділення, поділ, розподіл
  • διαψεύδω στα ουκρανικά - спростовувати, заперечте, суперечити, суперечитиме, суперечитимуть, перечити, суперечить
  • διδάσκω στα ουκρανικά - научати, викладати, навчити, привчати, установи, неточний, навчіть, ...
  • διδασκαλία στα ουκρανικά - навчання
Τυχαίες λέξεις
Διγαμία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: двоєженство, бігамія, двошлюбність