Біль στα ελληνικά
Μετάφραση: біль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγχος, αγωνία, πόνος, αγωνιώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Μεταφράσεις
- білувати στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
- білуватий στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
- більйон στα ελληνικά - δισεκατομμύριο, δισεκατομμύρια, δισ, δις, δισεκατομμυρίων
- більший στα ελληνικά - περισσότερο, πιο, περισσότερα, περισσότερες, περισσότερους
Τυχαίες λέξεις
Біль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγχος, αγωνία, πόνος, αγωνιώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Μεταφράσεις: άγχος, αγωνία, πόνος, αγωνιώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος