Вакцина στα ελληνικά
Μετάφραση: вакцина, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакуум στα ελληνικά - κενό, ύφεση, κατάθλιψη, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
- вакуумний στα ελληνικά - κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
- вакцинація στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβόλιο, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
- вал στα ελληνικά - μπικουτί, τράπεζα, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
Τυχαίες λέξεις
Вакцина στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Μεταφράσεις: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο