Εμβόλιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вакцинація, вакцина, вакцину
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμβόλιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα ουκρανικά - остовпіння, подив, здивування, заціпеніння, ступор
- εμβρόντητος στα ουκρανικά - онімілий, безмовний, німою, німої, німій, німий, приголомшений, ...
- εμείς στα ουκρανικά - візир, ми
- εμμένω στα ουκρανικά - наполяжте, притримуватись, перебудьте, проживати, дотримуватися, незмінним, приставати, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вакцинація, вакцина, вакцину
Μεταφράσεις: вакцинація, вакцина, вакцину