Валандатися στα ελληνικά

Μετάφραση: валандатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταλαντεύομαι, τρεκλίζω, valandatysya
Валандатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вакцинація στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβόλιο, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
  • вал στα ελληνικά - μπικουτί, τράπεζα, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
  • валеріана στα ελληνικά - βαλεριάνα, βαλεριάνας, η βαλεριάνα, τον Valerian, βαλεριανής
  • вали στα ελληνικά - αυξάνομαι, ανεβαίνω, βουνό, όρος, άξονες, αξόνων, φρέατα, ...
Τυχαίες λέξεις
Валандатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταλαντεύομαι, τρεκλίζω, valandatysya