Валок στα ελληνικά
Μετάφραση: валок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύλινδρος, μυγοσκοτώστρα, δρεπάνια, λωρίδα αυτή, swath, σειρά θερισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валлійка στα ελληνικά - valliyka
- валовий στα ελληνικά - πρόστυχος, χοντρός, αισχρός, ακαθάριστος, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
- валун στα ελληνικά - μπάζα, χαλάσματα, κοτρόνι, ογκόλιθος, Boulder, ογκόλιθο, τεράστιο βράχο, ...
- вальдшнеп στα ελληνικά - μπεκάτσα, μπεκάτσας, την μπεκάτσα, της μπεκάτσας, μπεκάτσες
Τυχαίες λέξεις
Валок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύλινδρος, μυγοσκοτώστρα, δρεπάνια, λωρίδα αυτή, swath, σειρά θερισμού
Μεταφράσεις: κύλινδρος, μυγοσκοτώστρα, δρεπάνια, λωρίδα αυτή, swath, σειρά θερισμού