Взаємно στα ελληνικά
Μετάφραση: взаємно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταποδίνω, αμοιβαία, αμοιβαίως, μεταξύ τους, κοινού, αμοιβαίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вже στα ελληνικά - ήδη, υπάρχουν, Δεν υπάρχουν, υπάρχει, υπάρχουν και
- вжиток στα ελληνικά - προσήλωση, εφαρμογή, χρήση, αίτηση, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, ...
- взаємність στα ελληνικά - ρεσιτάλ, αμοιβαιότητα, αμοιβαιότητας, της αμοιβαιότητας, την αμοιβαιότητα, η αμοιβαιότητα
- взаємовідносини στα ελληνικά - σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
Τυχαίες λέξεις
Взаємно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταποδίνω, αμοιβαία, αμοιβαίως, μεταξύ τους, κοινού, αμοιβαίας
Μεταφράσεις: ανταποδίνω, αμοιβαία, αμοιβαίως, μεταξύ τους, κοινού, αμοιβαίας