Видихатися στα ελληνικά

Μετάφραση: видихатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισιώνω, ισοπεδώνω, πετυχημένο
Видихатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видихання στα ελληνικά - απόπνοια, εκπνοής, εκπνοή, την εκπνοή, της εκπνοής
  • видихати στα ελληνικά - αποπνέω, exhale, αναδώστε, εκπνεύσεις, αναδίνετε
  • видихнув στα ελληνικά - εκπνέεται, εκπνεόμενο, εκπνεόμενου, που εκπνέεται, εκπνέονται
  • видний στα ελληνικά - αισθητά, καθαρά, φανερά, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ...
Τυχαίες λέξεις
Видихатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισιώνω, ισοπεδώνω, πετυχημένο