Виконавець στα ελληνικά
Μετάφραση: виконавець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιτέχνης, εκτελεστής, ερμηνευτή, performer, ερμηνευτής, ερμηνευτής ή εκτελεστής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виключність στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- виключіть στα ελληνικά - αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
- виконався στα ελληνικά - ράντσο, vykonavsya
- виконавчий στα ελληνικά - διαχειριστικός, εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστικών, εκτελεστικά, εκτελεστική
Τυχαίες λέξεις
Виконавець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιτέχνης, εκτελεστής, ερμηνευτή, performer, ερμηνευτής, ερμηνευτής ή εκτελεστής
Μεταφράσεις: καλλιτέχνης, εκτελεστής, ερμηνευτή, performer, ερμηνευτής, ερμηνευτής ή εκτελεστής