Λέξη: γεφυρώνω
Σχετικές λέξεις: γεφυρώνω
γεφυρώνω συνώνυμα, γεφυρώνω συνώνυμο
Μεταφράσεις: γεφυρώνω
γεφυρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bridge, throw bridge across
γεφυρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puente, puente de, el puente, del puente, de puente
γεφυρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brücke, überbrücken, Brücke, Bridge, Brücken
γεφυρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pont, chevalet, ponceau, carpette, bridge, passerelle, pont de, ponts
γεφυρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ponte, ponticello, ponte di, bridge, ponti
γεφυρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pontes, ponte, ponte de, bridge, ponte do, da ponte
γεφυρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
commandobrug, brug, bridge, brug van, de Brug, de Brug van
γεφυρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пол, перекрывать, переносица, мостик, перемычка, бридж, мост, моста, мостом, мостов
γεφυρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bridge, bro, bru, Bridge, broen, brua, av bro
γεφυρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bro, bron, bryggan, brygga
γεφυρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silta, sillan, bridge, siltaa, sillalla
γεφυρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bro, Bridge, broen
γεφυρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
most, můstek, bridž, mostě, bridge, mostem
γεφυρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brydż, most, kładka, pomost, mostek, mostu, bridge
γεφυρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bridzs, orrnyereg, híd, Bridge, hídon, hidat, híddal
γεφυρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köprü, köprüsü, bridge, bir köprü, köprünün
γεφυρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекривати, перенісся, підлога, перемичка, міст, мост
γεφυρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
urë, ura, ura e, urës, urë e
γεφυρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мост, моста, мостове, бридж
γεφυρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мост
γεφυρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
roop, sild, silla, silda, bridge, sildade
γεφυρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mostom, mosta, most, premostiti, bridge, mostu
γεφυρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brú, Bridge, brúin
γεφυρώνω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pons
γεφυρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiltas, Bridge, tilto, tiltų, tiltu
γεφυρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tilts, tiltu, tilta, bridge
γεφυρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мостот, мост, мостови
γεφυρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pod, punte, podul, de pod, bridge
γεφυρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
most, bridge, mostu, mosta, mostov
γεφυρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
most, bridž, bridge
Τυχαίες λέξεις