Використовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: використовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλαμβάνω, αιτούμαι, προκαταλαμβάνω, εφαρμόζω, βάζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- використати στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- використовування στα ελληνικά - χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- викорчовувати στα ελληνικά - στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
- викорчуйте στα ελληνικά - ξεριζώνω, vykorchuyte
Τυχαίες λέξεις
Використовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, αιτούμαι, προκαταλαμβάνω, εφαρμόζω, βάζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, αιτούμαι, προκαταλαμβάνω, εφαρμόζω, βάζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση