Випадковість στα ελληνικά
Μετάφραση: випадковість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδεχόμενο, θύμα, ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- випадковий στα ελληνικά - ανεπίσημος, παρείσακτος, τυχαίος, ξέγνοιαστος, σποραδικός, μονός, πρόχειρος, ...
- випадково στα ελληνικά - υπόσχομαι, υπόσχεση, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη
- випадок στα ελληνικά - άθλημα, περίπτωση, γεγονός, υπόθεση, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
- випал στα ελληνικά - καίω, εκπυρσοκρότηση, ψήσιμο, βολής, πυροδότησης, πυροδότηση, εκτόξευση
Τυχαίες λέξεις
Випадковість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδεχόμενο, θύμα, ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Μεταφράσεις: ενδεχόμενο, θύμα, ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων