Випередити στα ελληνικά

Μετάφραση: випередити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχρονολογούμαι, ξεπερνώ, προτρέχω, ξεπεράσει, outrun, ξεφύγει από
Випередити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випереджати στα ελληνικά - προχρονολογούμαι, ξεπερνούν, υπερκεράσει, ξεπεράσει, ξεπερνά τον, ξεπεράσουν
  • випереджений στα ελληνικά - ξεπέρασε, υπερέβη, ξεπεράσει, ξεπέρασαν, υπερέβαινε
  • випивка στα ελληνικά - μεθοκοπώ, booze, αλκοόλ, ποτό, ποτά
  • випивки στα ελληνικά - πατάτα, πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας
Τυχαίες λέξεις
Випередити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχρονολογούμαι, ξεπερνώ, προτρέχω, ξεπεράσει, outrun, ξεφύγει από