Випромінювати στα ελληνικά

Μετάφραση: випромінювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυάκι, ρέω, στέλνω, κυλώ, ακτινοβολώ, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί
Випромінювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випробувати στα ελληνικά - πάσχω, υποφέρω, παθαίνω, ελέγχω, εμπειρία, δοκιμή, δοκιμής, ...
  • випромінювання στα ελληνικά - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
  • випромінювач στα ελληνικά - καλοριφέρ, ψυγείου, ψυγείο, του ψυγείου, θερμαντικό σώμα
  • випромінюючий στα ελληνικά - σόμπα, καλοριφέρ, ακτινοβολεί, ακτινοβολίας, ακτινοβολώντας, ακτινοβολούν, εκπέμπει
Τυχαίες λέξεις
Випромінювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυάκι, ρέω, στέλνω, κυλώ, ακτινοβολώ, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί