Вишукування στα ελληνικά

Μετάφραση: вишукування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελέτη, ανασκόπηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Вишукування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вишуканий στα ελληνικά - αβρός, βελτίωση, εκλεπτυσμένος, κομψός, πρόστιμο, προστίμου, λεπτή, ...
  • вишуканість στα ελληνικά - λιχουδιά, λεπτότητα, τιμαλφής, πολύτιμος, κομψότητα, κομψότητας, την κομψότητα, ...
  • вищання στα ελληνικά - προδίδω, προδοσία, Το σφύριγμα, στρίγκλισμα, squeal
  • вище στα ελληνικά - τελείωσε, πάνω, άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω
Τυχαίες λέξεις
Вишукування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελέτη, ανασκόπηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή