Λέξη: διατρυπώ

Συνώνυμα: διατρυπώ

σουβλίζω, παλουκώνω, ανασκολοπίζω, διαπερώ, καθηλώ

Μεταφράσεις: διατρυπώ

διατρυπώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
perforate, pierce, transfix, impale

διατρυπώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agujerear, perforar, horadar, guinchar, atravesar, Pierce, perfore

διατρυπώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelocht, lochen, perforieren, durchlöchert, stechen, durchstechen, anstechen, durchdringen

διατρυπώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piquer, poinçonner, percer, ajourer, perforez, perforons, perforage, pénétrer, perforer, perforent, transpercer, Pierce, percent, perçage

διατρυπώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perforare, forare, Pierce, penetrare, sfondamento

διατρυπώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perfurar, furar, Pierce, perfure, perfuram

διατρυπώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorboren, prikken, Pierce, doordring, doordringen

διατρυπώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
просверливать, продалбливать, перфорировать, сверлить, пробуравливать, проникать, проколоть, прокалывать, Пирс, Pierce, прокалывают

διατρυπώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pierce, stikk, hull, gjennomborer

διατρυπώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
perforera, Pierce, tränga igenom, genomborra, Stans, tränger igenom

διατρυπώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lävistää, puhkaista, pierce, lävistämät, lävistämät rajapinnat

διατρυπώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Pierce, gennembore, stik, stanse-, stanse- eller

διατρυπώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prodírkovat, perforovat, propíchnout, provrtat, prolamovat, probít, propíchat, dírkovat, prorazit, děrovat, Pierce, nepropichujte, proniknout

διατρυπώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedziurawić, przedziurawiać, dziurawić, perforować, dziurkować, przebić, przekłuć, pierce, przebijania, kłująca

διατρυπώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átüt, kifúr, áttör, szúr, páncéltörés

διατρυπώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
delmek, delme, pierce, delip, delmeyin

διατρυπώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проникати, пробийте, проколоти

διατρυπώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
depërtoj, përshkon, çan, Pierce, hyj, hyj brenda

διατρυπώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прозирам, разгадавам, проумявам, набождам, пробождам

διατρυπώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пракалоць, проколоть

διατρυπώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
perforeerima, mulgustama, läbistama, Pierce, torge, augusta, Läbistuspuru

διατρυπώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
probiti, probušiti, sijevati, bušiti, prodrijeti

διατρυπώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göt, stungvopn, Pierce, gata, Gataðu

διατρυπώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skverbtis, perverti, pradurti, pramušti, perskrosti, persmelkti

διατρυπώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iekļūt, iespiesties, iedziļināties, izprast, izurbt, sāpināt, Pierce, ierīkoti, Pārduriet

διατρυπώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пирс, пирсот, Pierce

διατρυπώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
străpunge, Pierce, perfora, găuri, Pierce a

διατρυπώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prevrtat, pierce, koničast, luknjanje, preluknjajte, prebijanja

διατρυπώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preraziť
Τυχαίες λέξεις