Λέξη: διατριβή

Σχετικές λέξεις: διατριβή

διατριβή φροντιστηριο, διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, διατριβή για έναν φόνο, διατριβή ευχαριστίες, διατριβή λεξικό, διατριβή για ένα φόνο κριτική, διατριβή για ένα φόνο (2013), διατριβή για ένα φόνο imdb, διατριβή για ένα φόνο greek subs, διατριβή ορισμός, διδακτορική διατριβή

Συνώνυμα: διατριβή

θέση, θέμα, έκθεση, πραγματεία

Μεταφράσεις: διατριβή

διατριβή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissertation, treatise, sojourn, thesis

διατριβή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disertación, estancia, tratado, tesis, tesis de, la tesis, de tesis

διατριβή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abhandlung, hochschulschrift, doktorarbeit, aufenthalt, dissertation, these, These, Diplomarbeit, Dissertation, Arbeit

διατριβή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traité, séjourner, séjour, rester, loger, mémoire, demeurer, thèse, dissertation, résider, thèse de, la thèse, thèses

διατριβή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trattato, soggiorno, tesi, tesi di, di tesi, tesi di laurea, la tesi

διατριβή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teses, tese, tese de, dissertação, a tese

διατριβή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
proefschrift, oponthoud, thesis, dissertatie, stelling, verhandeling, scriptie

διατριβή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пребывание, рассуждение, тмезис, положение, жительство, жить, диссертация, трактат, тезис, курс, гостить, диссертант, проживать, Диссертация, диссертации, диссертацию

διατριβή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhandling, opphold, avhandlingen, Oppgaven, oppgaven

διατριβή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avhandling, uppehåll, tes, thesis, avhandlingen, kunskapsprov, Examensarbete

διατριβή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjoitus, tutkielma, teesi, puhe, väitöskirja, opinnäyte, väite, opinnäytetyö, thesis, Opinnäytetyön, Työssä

διατριβή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhandling, speciale, afhandlingen, specialet, tese

διατριβή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
disertace, bydlet, pojednání, pobyt, pobývat, tvrzení, teze, poučka, diplomová práce, disertační práce, práce, diplomové práce

διατριβή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
traktat, dysertacja, rozprawa, teza, elaborat, bytność, przebywać, zatrzymywać, pobyt, gościna, praca, praca dyplomowa, tezy, tezę

διατριβή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diplomaterv, disszertáció, diplomamunka, tézis, értekezés, dolgozat, értekezés tézisei

διατριβή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tez, sav, tezi, tezler, Tezli, Lisans Tezi

διατριβή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
теза, міркування, дисертація, розумування, курс, положення, трактат, тезу, становище

διατριβή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tezë, Teza, Teza e, tezën, tezës

διατριβή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тезис, теза, трактат, гостите, дисертация, тезата, дипломна работа

διατριβή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэзіс, тэза, тэзу

διατριβή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väitekiri, teema, uurimus, tees, dissertatsioon, väitekirja, Thesis, doktoritöö

διατριβή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
boravak, posjeta, postavka, zadržavanje, rasprava, disertacija, teze, teza, boraviti, rad, radovi, tezu

διατριβή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dvöl, ritgerð, Ritgerðin, ritgerðinni, Verkefnið

διατριβή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
disertacija, tezė, darbas, darbe, Darbą

διατριβή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
disertācija, apcerējums, traktāts, tēze, darbs, tēzes, disertāciju

διατριβή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престојот, трактат, тезата, теза, труд, тези, дисертација

διατριβή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dizertaţie, tratat, teză, teza, tezei, teze, tezei de

διατριβή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teze, Diplomsko delo, teza, delo, disertacija

διατριβή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pobyt, rozprava, diplomová, bakalárska, dizertačná, diplomovej, diplomovú

Στατιστικά δημοτικότητας: διατριβή

Τυχαίες λέξεις