Λέξη: διατομή

Σχετικές λέξεις: διατομή

διατομή του χαλινού, διατομή καλωδίου, διατομή ορισμός, διατομή οδού, διατομή χαλινού, διατομή αγωγού, διατομή νωτιαίου μυελού, διατομή κυλίνδρου, διατομή κύκλου, διατομή σωλήνα

Συνώνυμα: διατομή

διχοτόμηση, σταυροδρόμι, κατάτμηση, χωρισμός εις τμήματα

Μεταφράσεις: διατομή

διατομή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intersection, section, cross section

διατομή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encrucijada, intersección, cruce, intersección de, de intersección, la intersección

διατομή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnittfläche, schnittpunkt, straßenkreuzung, schnittmenge, durchschnitt, überschneidung, kreuzung, Kreuzung, Schnitt, Schnittpunkt, Überschneidung

διατομή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
profil, coupe, croisement, section, carrefour, intersection, intersection de

διατομή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incrocio, crociata, intersezione, crocicchio, all'incrocio, all'intersezione, di intersezione

διατομή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interseção, intersecção, cruzamento, de intersecção, de interseção

διατομή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruispunt, kruising, snijpunt, knooppunt, intersectie

διατομή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засечка, перекрещивание, скрещение, пересечение, сечение, перекресток, пересечения, пересечением, пересечений, пересечении

διατομή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kryss, skjærings, skjæringspunktet, skjæringspunkt, krysset

διατομή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korsning, skärnings, korsningen, skärningspunkten, skärningspunkt

διατομή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittymä, risteys, leikkaus, leikkauspiste, risteyksessä, risteykseen, leikkauspisteen

διατομή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skæringspunktet, kryds, vejkryds, krydset, skæringspunkt

διατομή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozcestí, křížení, průřez, křižovatka, přetínání, průnik, průsečík, křižovatky, křižovatku

διατομή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspólnota, przecięcie, skrzyżowanie, przekrój, przecięcia, skrzyżowaniu, skrzyżowania

διατομή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
útkereszteződés, kereszteződés, metszéspontjában, metszéspontja, metszéspont

διατομή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesişim, kavşak, kesişme, kesiştiği, kesişimi

διατομή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетинання, перетин, те що, пересічення, перехрестя

διατομή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërprerje, kryqëzimin, ndërprerje të, ndërprerja, kryqëzimin e

διατομή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пресичане, пресечната, пресечка, пресечна, кръстовище

διατομή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скрыжаванне, перасячэнне, перасячэньне, перакрыжаванне

διατομή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkupuutepunkt, lõikepunkt, ristmik, ristmikul, ristumiskohas, ristmiku

διατομή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjecište, sjecištu, presjek, križanje, raskrižje, raskrižja

διατομή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gatnamótum, skurðpunkts, skurðpunktur, sniðmengi, gatnamót

διατομή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susikirtimas, sankirta, susikirtimo, sankirtos, transporto mazgas

διατομή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krustošanās, krustojums, krustojas, krustojumā, krustpunkts

διατομή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пресекот, пресек, раскрсница, раскрсницата, вкрстувањето

διατομή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intersecţie, produs, intersecție, intersecția, intersectie, de intersecție, intersectia

διατομή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
križišče, presečišče, presek, križišča, sečišče

διατομή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
križovatka, sideway

Στατιστικά δημοτικότητας: διατομή

Τυχαίες λέξεις