Вкарбувати στα ελληνικά
Μετάφραση: вкарбувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, μπήγω, περιζώνω, vkarbuvaty
Μεταφράσεις
- вказівку στα ελληνικά - ενημέρωση, ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή
- вказівний στα ελληνικά - ένδειξη, οδηγία, οδηγίας, της οδηγίας, την οδηγία, οδηγίας του
- вкинути στα ελληνικά - πετώ, πέταγμα, ρίχνω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, ...
- вклад στα ελληνικά - επαναθέτω, προσχώνω, ίζημα, εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Вкарбувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, μπήγω, περιζώνω, vkarbuvaty
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, μπήγω, περιζώνω, vkarbuvaty