Вкриватися στα ελληνικά
Μετάφραση: вкриватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωλιάζω, εφαπλώνω, εφαπλώνομαι, επικαλύπτω, απλωνόταν
![Вкриватися στα ελληνικά Вкриватися στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-2520.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкрасти στα ελληνικά - σουφρώνω, καταδότης, πιάνω, συλλαμβάνω, κλοπή, κλέβω, Κλέψτε, ...
- вкривати στα ελληνικά - εκκρίνω, καλύπτω, σκιάδα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, ...
- вкрийте στα ελληνικά - καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, καλύπτει, που
- вкриття στα ελληνικά - τέντα, στεγαστικός, στέγαση, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, ...
Τυχαίες λέξεις
Вкриватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωλιάζω, εφαπλώνω, εφαπλώνομαι, επικαλύπτω, απλωνόταν
Μεταφράσεις: φωλιάζω, εφαπλώνω, εφαπλώνομαι, επικαλύπτω, απλωνόταν