Вмерти στα ελληνικά
Μετάφραση: вмерти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύση, μακριά, ανάσα, αναπνοή, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Μεταφράσεις
- влучний στα ελληνικά - ευαίσθητος, προσεκτικός, σαφής, οριστικός, αυστηρός, ρητός, κατηγορηματικός, ...
- влюбливий στα ελληνικά - ερωτικός, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ερωτικό
- вмикання στα ελληνικά - λάθος, κατανόηση, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
- вмирати στα ελληνικά - χωρίζω, αποθνήσκω, μερίδιο, τεζάρω, χάνομαι, πεθάνω, πεθαίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Вмерти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύση, μακριά, ανάσα, αναπνοή, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Μεταφράσεις: φύση, μακριά, ανάσα, αναπνοή, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν