Впровадження στα ελληνικά
Μετάφραση: впровадження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκευή, προσαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вправність στα ελληνικά - δεξιοτεχνία, επιστήμη, επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, επιτηδιότητα
- вприскування στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
- впроваджувати στα ελληνικά - εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
- впровадити στα ελληνικά - εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Τυχαίες λέξεις
Впровадження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκευή, προσαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Μεταφράσεις: διασκευή, προσαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή