Вчинити στα ελληνικά
Μετάφραση: вчинити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, πράξη, κάνω, διαπράττω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Μεταφράσεις
- вчення στα ελληνικά - μαθητεία, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
- вченість στα ελληνικά - μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, εκπαίδευσης
- вчинки στα ελληνικά - συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
- вчинок στα ελληνικά - απόδοση, παράσταση, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Τυχαίες λέξεις
Вчинити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πράξη, κάνω, διαπράττω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πράξη, κάνω, διαπράττω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν