Λέξη: αποδέκτης

Σχετικές λέξεις: αποδέκτης

αποδέκτης συναλλαγματικής, αποδέκτης μετάφραση, αποδέκτης αντίθετο, αποδέκτης αγγλικά, η αποδέκτης, ευαίσθητος αποδέκτης, ο αποδέκτης, αποδέκτης στα αγγλικά, υδάτινος αποδέκτης, αποδέκτησ συνώνυμα

Συνώνυμα: αποδέκτης

δέκτης, παραλήπτης, παραλήπτης επιστολής

Μεταφράσεις: αποδέκτης

αποδέκτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acceptor, addressee, receiver, recipient, beneficiary, recipient of

αποδέκτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aceptador, destinatario, destinataria, destinatarios, destinatario del acto

αποδέκτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfänger, abnehmer, Adressat, Empfänger, Adressaten, Empfängers, Adressatin

αποδέκτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accepteur, acceptant, destinataire, destinataire Destinataire, destinataires

αποδέκτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destinatario, del destinatario, indicazione del destinatario, destinataria, destinatari

αποδέκτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aceitador, destinatário, destinatária, destinatários, destinatário Destinatário

αποδέκτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acceptant, geadresseerde, adressaat, gericht, bestemmeling, ontvanger

αποδέκτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акцептант, адресат, получатель, адресата, адресатом, получатель и

αποδέκτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adressat, adressaten, mottaker, mottakeren

αποδέκτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adressat, Rättsaktens adressat, Aktens adressat, adressaten, adress

αποδέκτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastaanottaja, Kenelle osoitettu, osoitettu, vastaanottaja osoitettu

αποδέκτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adressat, adressaten, modtageren, rettet, modtager

αποδέκτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akceptor, příjemce, adresát, adresátem, určeno, Určení

αποδέκτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
akceptor, akceptant, adresat, adresata, adresatem, odbiorca, Addressee

αποδέκτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
címzett, címzettje, címzettnek, Addressee, címzettet

αποδέκτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alıcı, adresi, adresi verilen, muhatap

αποδέκτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акцептант, адресат, одержувач, абонент, адресата

αποδέκτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i adresuar, marrës, marrësi, adresuari, marrësi ka

αποδέκτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адресат, адресат на акта, адресат на, получател, акта

αποδέκτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрасат, адрасата, ж адрасат

αποδέκτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
adressaat, adressaati, adressaadile, adressaadi, adressaati märgitud

αποδέκτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prihvaćanje, adresat, primatelj, upućena, naslovnik, primalac

αποδέκτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðtakandi, viðtakanda, móttakanda, að viðtakandi

αποδέκτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
adresatas, Addressee, adresato, skirtas, adresatui

αποδέκτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
adresāts, adresātu, adresāta, adresātam, adresāte

αποδέκτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
адресатот, примачот, адресат, примателот, примач

αποδέκτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
destinatar, destinatarului, destinatarul, destinatară, destinatara

αποδέκτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naslovnica, naslovnik, naslovnika, Addressee, naslovnikom

αποδέκτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
adresát, adresáta Adresát, príjemca, adresáta
Τυχαίες λέξεις